Απορούσε ο ανταποκριτής της «Λιμπερασιόν» στις Βρυξέλλες κ. Ζαν Κατρεμέρ γιατί
δεν υπάρχει «γερμανοφοβική φρενίτιδα», όπως αυτή που παρατηρείται στην Ελλάδα, και σε άλλες πάσχουσες χώρες (τα ΡΙGS, όπως με γαλατική ευπρέπεια κάγχαζε η φάρα του), δηλαδή
στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και στην Ιταλία!
Ενπρώτοις, αυτό που ο καλός αυτός ανταποκριτής ισχυρίζεται περί «γερμανοφοβικήςφρενίτιδας» δεν τεκμαίρεται. Οι αιτιάσεις, ακόμα και η οργή των Ελλήνων (όπως κι άλλων λαών) δεν στρέφεται κατάτωνΓερμανών, αλλά κατά της γερμανικής...
κυβέρνησης. Και των τοκογλύφων ανεξαρτήτως εθνικότητος. Αυτονόητο! Oχι για την προπαγάνδα.
Καιμάλιστα όχι για την οργουελιανήγλώσσα της προπαγάνδας: «γερμανοφοβική φρενίτιδα»! - δηλαδή ένας λαός φοβικός (εν προκειμένω με έναν άλλον... λαό) και τρελός εις βαθμόν φρενίτιδος!
Αυτήη γλώσσα, η γλώσσα της προπαγάνδας, είναι η ίδια που ονομάζει «μίσος» την αντίδραση στην εξουσιαστική βία, «άκρα» τους αριστερούς (στον ίδιο ντορβά με τους φασίστες), «ευέλικτηεργασία» τη σκλαβιά, «φθηνόκόστοςεργασίας» την εξαθλίωση των προσώπων και των τάξεων· είναι η ίδια εφιαλτική
γλώσσα των οργουελιανών όρων «παράπλευρες απώλειες», «αυτοπροσδιορισμός», «αλήθεια του άλλου» «εξαγωγή δημοκρατίας» κι άλλων χιλίων τέτοιων που έχουν μετατρέψει τη ζωή μας σε έναν καφκικόλαβύρινθο,
όπου, εκτός απ’ τον ζόφο, το παράλογο, το ανήθικο και το αφιλοσόφητο, έχει μεγάλη πέραση και το ηλίθιο.
Διότι ο φωστήρας αυτός της «Λιμπερασιόν», που παραφράζει ή μάλλον παρενδύει τις αντιναζιστικέςμνήμες των Ελλήνων σε «γερμανοφοβική φρενίτιδα», απορεί γιατί δεν ιχνηλατεί τα ίδια στην Ισπανία (που εκείνην την εποχή ήταν στον κόσμο της, τον κόσμο του Φράνκο), στην Πορτογαλία (επίσης στον κόσμο της, τον κόσμο του Σαλαζάρ!) και την Ιρλανδία, που, λόγω του αντιβρετανισμού της, έβλεπε κάθε εχθρό των Αγγλων τουλάχιστον με συμπάθεια. (Απόδειξη ότι στη χώρα αυτή βρήκαν καταφύγιο, μέσω οργανωμένων ναζιστικών δικτύων, πολλοί καταζητούμενοι για εγκλήματα πολέμου υψηλόβαθμοι ναζιστές, αμέσως μετά τον πόλεμο.)
ΓιατηνΙταλία (τη φασιστική σύμμαχο των ναζί ώς το 1943), τι να εξηγήσει κανείς στον κ. Κατρεμέρ; ότι διαθέτει μια απ’ τις πιο πλούσιες κι εγγράμματες αντιφασιστικές παραδόσεις στην Ευρώπη; Οτι η ιταλική αντιφασιστικήκληρονομιά στον πολιτισμό των Ευρωπαίων είναι ανεκτίμητη;
Πού; θα ρωτήσει κανείς, στη χώρα της ΛίγκαςτουΒορρά και του Μπερλουσκόνι;
Αυτήακριβώς η ερώτηση αποδεικνύει πόσο ηλίθιεςείναιοιγενικεύσεις, όπως αυτές που χρησιμοποιεί εν προκειμένω ο κ. Ζαν Κατρεμέρ για να περιγράψει ή να εξηγήσει τα πράγματα. Διότιπουθενάδεν υπάρχει μία μόνη όψη εις ουδέν.
Ακόμακαιταπαραδείγματα που χρησιμοποίησε η αφεντιά μου για την Ισπανία ή την Πορτογαλία (εν σχέσει με την ανυπαρξία εμπειριών ναζιστικής κατοχής στο έδαφός τους) γενικεύσεις θα ήταν, αν έμεναν μόνον σε αυτό. Η αντιφασιστική κληρονομιά των Ισπανών και των
Πορτογάλων δεν είναι λιγότεροπολύτιμη απ’ αυτή των Ισπανών και των Ελλήνων. Των Γάλλων. Και πρώτα απ’ όλους, των ίδιων των Γερμανών.
Αν λοιπόν στις διαδηλώσεις στην Ελλάδα ο κ. Κατρεμέρ βλέπει «γερμανοφοβική φρενίτιδα», εκατοντάδες και χιλιάδες Γάλλοι διανοούμενοι, πολιτικοί, ακόμα και σώφρονες οικονομικοί κύκλοι, βλέπουν αυτό που βλέπουν κι εκατομμύρια Γάλλοι πολίτες: έναν
λαό να πάσχει,
πολλούς λαούς να πάσχουν,
μια Ευρώπη που μετατρέπεται σε Ένωση Τυραννίδων και Τυραννιών.
Ο (αριστερός κι αυτός;) ανταποκριτής της (αριστερής κι αυτής;) «Λιμπερασιόν»
μαςλούζει με όλα τα κλισέ, όπως ότι: εμάς «των Ελλήνων μας φταίνεπάντα οι άλλοι», ότι «μια χώρα υψηλήςδιαφθοράς όπως η Ελλάδα» δεν μπορεί να δίνει μαθήματα σε «μιαχώραυποδειγματικήςδημοκρατίας όπως η Γερμανία» κι άλλα συναφή
συμπίπτοντας ο (αριστερός κι αυτός;) κύριος με τις πιο κίτρινεςφωνές στην Ευρώπη, όπως της «Bild» («αν θέλετε να γίνετε καλύτεροι, να γίνετε σαν κιεμάς») ή του «Focus» («μη διαμαρτύρεσθε, διότι δεν θα σας βοηθήσουμε»)...
Δεν είναι παράξενο να συγκλίνουν μέσα στο πλαίσιο της «ομογενοποιημένης σκέψης» τα στερεότυπα των απολογητών της παγκοσμιοποίησης και της νέαςΤάξης,
όλες αυτές οι γενικεύσειςδηλαδή που υποβαθμίζουν τον δημόσιο διάλογο σε οπαδίτη μανιχαϊστικών διαιρέσεων που με τη σειρά τους διευκολύνουν το divide etimpera των κυρίαρχων τάξεων.
Δενείναιπαράδοξο ότι αυτά τα στερεότυπα και οι γενικεύσειςαποτελούν την αγαπημένη καραμέλα των παρ’ ημίν φερεφώνων, κυρίως δε των ευρωλιγούρηδωνκομπλεξικών
πουάλληνέγνοιαδενέχουν παρά πώς να καθηλώνουν τον λαό υπάκουον στους Δυνατούς και υπήκοον στον φόβο
που η έλλειψη αυτοσεβασμού θρέφει.
Πρώτομέλημα τόσα χρόνια της προπαγάνδας μέσω των ΜΜΕ που εκφράζουν τη διαπλοκή είναι το σπάσιμοτουηθικούτουλαού.
«Δεν φταίνε οι ελληνικές κυβερνήσεις (ή δεν φταίνε μόνον οι ελληνικές κυβερνήσεις») για την καταστροφή της χώρας, «φταίει ο λαός».
Ο «τεμπέλης και διεφθαρμένος λαός» που «πάντατου φταίνε οι άλλοι», ο ίδιος που εμφανίζεται από τους ίδιους προπαγανδιστές ως «ελληνάρας» και «εθνικιστής» και «κρυπτοφασίστας» (που έστειλε, κατά Κατρεμέρ, μια «φρουρά νεοναζί στο Κοινοβούλιο», αντί, λέμε εμείς, να στείλει μια «μεραρχία Λεπενιστών ο “Πεταίν”», ώστε να μην είμαστε έθνος ανάδελφον αλλά πλήρως εξευρωπαϊσμένο) - γελοιότητες...
Η αλήθεια είναι ότι έχουν σφίξει τα πράγματα.
Αυτοί που κοροϊδεύουν τον λαό (με την έννοια της λοιδορίας), αυτοί που κοροϊδεύουν τον λαό (με την έννοια της εξαπάτησης) έχουν δυναμώσειτη φωνήτους. Διότι αν πέσει το σύστημα που τόσα χρόνια στηρίζουν, θα πέσει και πάνω στοκεφάλιτους.
Εφημερίδεςκύρους, όπως τα πάλαι ποτέ σοβαρά και λαϊκά «ΝΕΑ», έχουν μέσα σε λίγα χρόνια μετατραπεί σε άμβωνες ή μάλλον σε άντρα ακροδεξιών νεοφιλελεύθερων αρθρογράφων που, υπό τη δορά ενός παιγνιώδους «εκσυγχρονιστικού» κυνισμού, περιπαίζουν καθημερινώς τους φτωχούς ανθρώπους, την αγωνία και τις αδυναμίεςτους, τους δικάζουν και τους καταδικάζουν,
εμφανίζοντας τους τρόπους των αδύναμων ως εθνικήπαθολογία κι όχι τους τρόπους των φοροφυγάδων, των διαπλεκόμενων και των λαμογιομιζαδόρων.
Είναιαλήθεια ότι στο σύστημα που ζούμε για τη δύναμητουΔυνατού φταίειη αδυναμία του αδύναμου. Η πολιτική αδυναμία όμως. Κι αυτή, όσον ο αδύναμος δενδιεκδικεί τη δύναμη που του χρειάζεται για να ανατρέψει τη βάρβαρη ανισοκατανομή του πλούτου.
Αυτή η πολιτική αδυναμία δεν είναι βεβαίως σε καμιά περίπτωση ηθική αδυναμία - ως τέτοιαν
όμως την πλασάρουν στα μάτια του ίδιου τουαδύναμου τα παπαγαλάκια. Σαν να έχτισε δηλαδή ο κάθε πολίτης το κελλί στο οποίο τον έχει βάλει μέσα το πολιτικό σύστημα - σανναμην
υπήρχε δηλαδή αυτό το κελλί έτοιμοαπόκαιρόνατονυποδεχθεί πριν καν ακόμα γεννηθεί.
Καιείναιτραγικάαστείο ύστερα το σύστημα να ζητά απ’ τον φυλακισμένο ευθύνες για τις κατασκευαστικέςατέλειες του κελλιού,
ατέλειες που θα επιδεινώνονται, ώσπου το κελλίναγίνειτάφος.
Ανλοιπόν υπάρχουν ηθικέςευθύνες για τον κρατούμενο, αυτές είναι πολιτικές: να γκρεμίσειτοκελλί!
Κι όχι να ακούει από τα παπαγαλάκια ιερεμιάδες ότι φταίει οίδιος που το κελλί δεν δουλεύεικαλά.
Έχω γράψει (επιτρέψτεμου την αναφορά στην ταπεινότητά μου) πολλές φορές τα τελευταία χρόνια εναντίον εκείνων που ατιμάζουν τη δημοσιογραφία
υποσκάπτοντας το πολιτικό και ηθικό σθένος των πολιτών και καθιερώνοντας τα διαρκώς αυξανόμενα προνόμια των Δυνατών. (Προνόμια! σκεφθείτε, παρακαλώ, τι λέειηλέξη.)
Ξεχώριζα όσους το έκαναν από ιδεολογία από όσους το έκαναν από ιδιοτέλεια, αναγνωρίζοντας στους πρώτους τη νομιμότητατηςάποψης και ψέγοντας τους δεύτερους για την ανηθικότητάτους.
Εκανα λάθος.
Βλάπτουν και οι δύο κατηγορίεςτοίδιο τους πολίτες, καταστρέφουν το ίδιο και οι δύο τη χώρα, συμβάλλουν και οι δύο το ίδιο στο σκλάβωμα του λαού.
Έχουν περάσει πια πολλά χρόνια που η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία δοκιμάζεται ως κυβερνητική πολιτική με αρμαγεδδωνικά αποτελέσματα για τους λαούς. Ο ιδεολόγος που δεν το βλέπει αυτό γίνεται ιδιοτελής. Όχι άκων! Εκών!
Το «τέλος της Ιστορίας» δεν ήρθε, όπως ο ίδιος ο Φουκουγιάμα πλέον παραδέχεται - το να συνεχίζουμε εμείς εδώ να ζούμε υπότηνκατοχήν ενός παράλογουκιανήθικουπαραληρήματος δεν συνιστά ιδεολογία, αλλά ιδιοτέλεια.
Πολιτικοί (νεοφιλελεύθεροι), δημοσιογράφοι (νεοφιλελεύθεροι) κι άλλα επιτηδεύματα (νεοφιλελεύθερων)
συγκλίνουνκαιρότώρα
με πολιτικούς (εκσυγχρονιστές), δημοσιογράφους (εκσυγχρονιστές) κι άλλα επιτηδεύματα (εκσυγχρονιστών)
σε μία κοινή κι ενιαία πολιτική οικονομικήςβαρβαρότηταςκαι φρίκης,
που την ασκούν προπαγανδίζοντάς την με μία κοινήκαιενιαία χρήση στερεοτύπων, γενικεύσεων και οργουελιανών ευφημισμών.
Για τους μεν η ιδεολογίατους έγινε ιδιοτέλεια και για τους δε η ιδιοτέλειά τους ήταν ανέκαθεν η ιδεολογία τους.
Δεν μπορεί πια κανείς να τους διαφοροποιεί, δεν υπάρχουν πλέον δικαιολογίες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου