Τέλος δεν έχει η αντιπαράθεση γύρω από τα ομόλογα της Αργεντινής. Τα νέα δε επεισόδια που προστίθενται στη δικαστική διαμάχη ενισχύουν τη θέση του Μπουένος Άιρες, ενώ εκθέτουν την αμερικανική Δικαιοσύνη, με αφορμή την απαράδεκτη απόφασή της να μην επιτρέψει στην Αργεντινή να πληρώσει ομολογιούχους που είχαν αποδεχτεί την αναδιάρθρωση, αν πρώτα δεν εξοφλήσει τους κερδοσκόπους που είχαν απορρίψει τους όρους της Δημοκρατίας της Αργεντινής, απαιτώντας να αποζημιωθούν στο ακέραιο.
«Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που μια χώρα θέλει και
μπορεί να πληρώσει τους πιστωτές της, αλλά μπλοκάρεται από έναν δικαστή να το
κάνει», τόνισε ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ σε άρθρο
που δημοσίευσε στον διεθνή Τύπο από κοινού με τον Μάρτιν Γκούζμαν. Και συνέχιζε
το άρθρο: «Η Αργεντινή έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις...
της στους πολίτες της και τους πιστωτές που αποδέχτηκαν την αναδιάρθρωση. Η νομολογία του Γκριέζα, ωστόσο, ενθαρρύνει την τοκογλυφική συμπεριφορά, απειλεί τη λειτουργία των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών και αρνείται ένα βασικό δόγμα του σύγχρονου καπιταλισμού: ότι τα αναξιόχρεα κράτη δικαιούνται μιας καινούργιας αρχής».
της στους πολίτες της και τους πιστωτές που αποδέχτηκαν την αναδιάρθρωση. Η νομολογία του Γκριέζα, ωστόσο, ενθαρρύνει την τοκογλυφική συμπεριφορά, απειλεί τη λειτουργία των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών και αρνείται ένα βασικό δόγμα του σύγχρονου καπιταλισμού: ότι τα αναξιόχρεα κράτη δικαιούνται μιας καινούργιας αρχής».
Αξίζει να αντιπαραβάλουμε τις πολύ προσεκτικές απόψεις και
διατυπώσεις του Τζόζεφ Στίγκλιτζ (όπως και δεκάδων επιπλέον οικονομολόγων και
νομικών που συμμετείχαν στη σχετική συζήτηση σε όλο τον κόσμο) με τους όρους
που έγινε η αντιπαράθεση στην Ελλάδα, με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να πλειοδοτούν σε
λαϊκισμό και άναρθρες κραυγές προς άγρα εντυπώσεων.
Οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, με πρώτο
και καλύτερο τον αμετροεπή και «παντογνώστη» Άδωνι Γεωργιάδη, διαστρέβλωναν
συστηματικά τα ίδια τα γεγονότα για να τα φέρουν στα μέτρα τους και να μπορούν
να εμφανίζονται δικαιωμένοι. Απέκρυπταν από κάθε διάλογο το γεγονός ότι ο
Αμερικανός δικαστής Γκριέζα απαγόρευσε στην τράπεζα New York Mellon (όπου η
Αργεντινή κατέθεσε έγκαιρα και ως όφειλε τα 539 εκατ. δολάρια για να πληρωθούν
οι ομολογιούχοι) να μεταβιβάσει το ποσό στους ομολογιούχους, βάσει των όρων της
συντεταγμένης αναδιάρθρωσης που συμφωνήθηκε μεταξύ ομολογιούχων (το 93%
συγκεκριμένα) και της Αργεντινής το 2005 και το 2010.
Έτσι ο Γεωργιάδης κι οι συν αυτώ διαστρεβλώνουν την
πραγματικότητα και δαιμονοποιούσαν. την Αργεντινή (η οποία στην ιστορία
περισσότερο έχει μείνει για τη μονομερή παύση πληρωμών του 2001 και πολύ λίγο
για το εκ των υστέρων συμμάζεμά της), έτσι ώστε η άνευ όρων υποταγή στους όρους
των πιστωτών και η μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία χρέους που επέλεξαν και συνειδητά
υπηρετούν Παπανδρέου - Παπαδήμος - Σαμαράς να εμφανίζονται ως μονόδρομος. Τη δικαίωση
των Μνημονίων και των εξευτελιστικών δανειακών συμβάσεων επιζητούσε βρίζοντας
την Αργεντινή, με άλλα λόγια
Δίκαιο Αργεντινής αντί ΗΠA
Ωστόσο, η Αργεντινή τράβηξε ακόμη περισσότερο το σκοινί της αντιπαράθεσης με την αμερικανική Δικαιοσύνη τις προηγούμενες μέρες, ασκώντας όλα τα δικαιώματα που διαθέτει ως κυρίαρχο κράτος, σε πλήρη αντίθεση με την παραίτηση της Ελλάδας από κάθε δυνατότητα που της παρέχει το διεθνές και εσωτερικό δίκαιο.
Ετσι στις 19
Αύγουστου η Πρόεδρος της Αργεντινής, Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ,
ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει από το Κογκρέσο της χώρας να ψηφίσει νόμο με τον
οποίο θα δίνεται η δυνατότητα στους ομολογιούχους που δέχτηκαν το «κούρεμα» να
πληρώνονται από τράπεζα της Αργεντινής, συγκεκριμένα από την Banco de la
Nacion, κι όχι από την αμερικανική New York Mellon. Η πρόταση της Κίρχνερ,
ευρύτερα, περιλαμβάνει την αλλαγή του δικαίου υπό το οποίο εκδόθηκαν τα επίμαχα
ομόλογα, προτείνοντας στους κατόχους τους να αποδεχτούν αντί του αμερικανικού
δικαίου να διέπονται στο εξής από το αργεντίνικο. Επί της ουσίας, προτείνεται
μια νέα αναδιάρθρωση, που θα αφορά αποκλειστικά και μόνο στο δίκαιο και την
τράπεζα πληρωμής.
Περιττό να ειπωθεί ότι η προσφορά της Κίρχνερ, που λύνει το
βραχυπρόθεσμο πρόβλημα πληρωμής των ομολογιούχων, προκάλεσε τη λύσσα του
Αμερικανού δικαστή Γκριέζα, που έχει πάρει εργολαβία την υπεράσπιση των
συμφερόντων των άγριων κερδοσκόπων.
Ο Γκριέζα σε δήλωσή του χαρακτήρισε την πρόταση «μη έγκαιρη,
παράνομη και σε παραβίαση πρόσφατων δικαστικών εντολών και ενταλμάτων». Η δική
του απόφαση όμως είναι που ευθύνεται για το χάος το οποίο θα δημιουργηθεί.
Γιατί, αν υποθέσουμε ότι οπωσδήποτε θα βρεθούν ομολογιούχοι που δεν θα δεχτούν
την πρόταση της Κίρχνερ, τότε στις δύο γενικές κατηγορίες ομολογιούχων που ήδη
υπάρχουν (όσοι δέχτηκαν την προσφορά των 30 σεντς ανά δολάριο το 2005 και το
2010 κι. όσοι δεν τη δέχτηκαν, με τα κεφάλαια Elliott Management και Aurelius
Capital να αποτελούν την αιχμή του κερδοσκοπικού δόρατος) θα προστεθούν κι
άλλες δύο, διχοτόμηση της πρώτης κατηγορίας: αυτοί που θα δεχτούν την πρόταση
Κίρχνερ και θα ανταλλάξουν τα "κουρεμένα" ομόλογα που ήδη κατέχουν με
τα νέα, αργεντίνικου δικαίου, και οι οποίοι θα πληρωθούν στο ακέραιο, κι από
την άλλη μεριά όσοι δεν θα δεχτούν την πρόταση και θα παραμείνουν όμηροι του
Γκριέζα και των κερδοσκόπων του.
Καθόλου τυχαία, κι έχοντας κατά νου προφανώς τη μήνυση που
κατέθεσε ήδη η Αργεντινή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εναντίον των ΗΠΑ για
παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως και τις απειλές του Μπουένος Άιρες ότι
θα προσφύγει δικαστικά κατά των κερδοσκόπων επειδή κατέχουν ασφάλιστρα κινδύνου
κι επιζητούσαν έτσι την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση «επιλεκτικής χρεοκοπίας»
για να αποζημιωθούν, η νομική αντιπαράθεση γύρω από τα ομόλογα της Αργεντινής
χαρακτηρίστηκε ως «η δίκη του αιώνα για το δημόσιο χρέος».
Υπόλογος ο Ομπάμα
Εκτεθειμένη, πάντως, από την απόφαση του Αμερικανού δικαστή να δώσει το «πράσινο φως» για την αποζημίωση των κερδοσκόπων -με μια αρχική επένδυση ύψους 48 εκατ. δολαρίων το 2008 διεκδικούν 832 εκατ. δολάρια ή κέρδος 1.600%- βγαίνει και η κυβέρνηση του Μπαρόκ Ομπάμα, που επισήμως δεν έκρυψε τη δυσφορία της για τη στάση του Γκριέζα. Στην πράξη, ωστόσο, επέλεξε να σωπάσει κι ας υπήρχαν πρόσφατα παραδείγματα που έδιναν τη δυνατότητα παρέμβασης του Λευκού Οίκου.
Όπως πολύ εύστοχα υπενθύμισε ο Γκρεγκ Πάλαστ στον βρετανικό
Guardian, επί κυβέρνησης Τζορτζ Μπους η προσπάθεια του ίδιου κερδοσκοπικού
κεφαλαίου να προχωρήσει στην κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν στο κράτος
Κονγκό-Μπραζαβίλ διακόπηκε όταν η αμερικανική Δικαιοσύνη ενημερώθηκε επισήμως
ότι δεν δικαιούται να αποφανθεί επί αυτού του θέματος, καθώς άπτεται ζητημάτων
εξωτερικής πολιτικής, επί των οποίων μοναδικός αρμόδιος να αποφασίζει είναι ο
Πρόεδρος. Με τον τρόπο αυτό η αρπακτική βουλιμία του Πολ Σίνγκερ, ο οποίος
ηγείται του κερδοσκοπικού κεφαλαίου Elliott Management, τερματίστηκε πρόωρα.
Τώρα, γιατί ο Ομπάμα δεν εξάσκησε το δικαίωμα που διατηρεί
να αποφασίζει μόνος για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και μοιράστηκε το
δικαίωμά του με έναν παντελώς άσημο μέχρι πρότινος δικαστή, που μοναδικό του
μέλημα είναι να υπηρετεί τη διεθνή κερδοσκοπία, είναι ένα ερώτημα που μένει να
απαντηθεί.
Ωστόσο, όποια κι αν είναι η απάντηση, η ουσία είναι πως η
απόφαση του Γκριέζα εμφανίζει μια αμερικανική Δικαιοσύνη, που «μέχρι τώρα
εξασκούνταν στην εκμετάλλευση των φτωχών Αμερικανών, να επεκτείνει τις
προσπάθειές της παγκοσμίως», όπως τόνισε ο Στίγκλιτζ στο άρθρο του.
Με άλλα λόγια, η απόφαση του Γκριέζα μπορεί να βρίσκεται σε
αναντιστοιχία με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, είναι όμως σε πλήρη αρμονία με
τις ως τώρα αποφάσεις ενός κράτους που επανέφερε με το Γκουαντάναμο τα Νταχάου
στον 21ο αιώνα και παραβιάζει κάθε έννοια ατομικότητας κι ελευθερίας,
παρακολουθώντας τις επικοινωνίες όλου του κόσμου μέσω των μυστικών υπηρεσιών
του, οι οποίες όλο και περισσότερο θυμίζουν το 1984 του Τζορτζ Όργουελ.
από τα «Επίκαιρα» μέσω του «Βαθύ Κόκκινο»