Αφού θριαμβολόγησαν για την «ιστορική» απόφαση του Eurogroup της Δευτέρας, οι αρχιτέκτονές της -ΔΝΤ και Βερολίνο- άρχισαν το δημόσιο παζάρι για την επόμενη «προσωρινή λύση».
Εκτός από τους επιχειρηματικούς, τους οικονομικούς και τους πολιτικούς κύκλους, η διάρκεια των οποίων βραχύνεται επικίνδυνα υπό το βάρος της υπαρξιακής κρίσης του καπιταλισμού, υπάρχει μια νέα, ιδιαίτερη κατηγορία πολιτικο-οικονομικών κύκλων: οι ευρωπαϊκοί. Η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη, από τότε που ξεκίνησε η επιτάχυνση της ενοποίησης, κάθε 2 με 3 χρόνια κλυδωνίζονται από μια θεσμική ή οικονομική κρίση. Οι κρίσεις αυτές, μέχρι τώρα, έκαναν το διετή ή τριετή κύκλο τους και έκλειναν με ένα συμβιβασμό που έδινε τη θέση του σε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, μέχρι την επόμενη κρίση.
Από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση χρέους και ξεκίνησε η «ελληνική τραγωδία» οι ιδιότυποι ευρωπαϊκοί κύκλοι έχουν μικρύνει εντυπωσιακά. Κάθε μήνα και μία σύνοδος κορυφής που καταλήγει σε μια «ιστορική απόφαση» για την Ελλάδα, διατηρεί την ευφορία για λίγες μέρες ή εβδομάδες και μετά ακυρώνεται πλήρως από αγορές, αναλυτές, τεχνοκράτες και πολιτικούς της Ευρωζώνης.
Η αβέβαιη επαναγορά
Ο ευρωπαϊκός κύκλος της ευφορίας, αυτή τη φορά, κράτησε μόλις τρία 24ωρα. Ο ...
πρωθυπουργός της συγκυβέρνησης βιάστηκε να προαναγγείλει το «νέο ξεκίνημα για τη χώρα» μέσω social media, μεταφράζοντας σε υπερβολική δόση αισιοδοξίας την απόφαση του Eurogroup τη Δευτέρα για την εκταμίευση των δόσεων ύψους 44,7 δισ. ευρώ. Η απόφαση των 17 της Ευρωζώνης, άλλωστε, περιείχε εξαρχής το σπέρμα της αυτοαναίρεσής της, θέτοντας ως προϋπόθεση την επιτυχία του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων, μέσω του οποίου υποτίθεται ότι θα επιτευχθεί μια διαγραφή χρέους έως 40 δισ. ευρώ.
πρωθυπουργός της συγκυβέρνησης βιάστηκε να προαναγγείλει το «νέο ξεκίνημα για τη χώρα» μέσω social media, μεταφράζοντας σε υπερβολική δόση αισιοδοξίας την απόφαση του Eurogroup τη Δευτέρα για την εκταμίευση των δόσεων ύψους 44,7 δισ. ευρώ. Η απόφαση των 17 της Ευρωζώνης, άλλωστε, περιείχε εξαρχής το σπέρμα της αυτοαναίρεσής της, θέτοντας ως προϋπόθεση την επιτυχία του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων, μέσω του οποίου υποτίθεται ότι θα επιτευχθεί μια διαγραφή χρέους έως 40 δισ. ευρώ.
Η φιλοδοξία να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου, όπως έχει οριστεί, προσκρούει σε πολλούς παράγοντες: Στην απροθυμία των Ελλήνων τραπεζιτών να συμμετάσχουν με πρόσχημα ενδεχόμενες «νομικές ευθύνες έναντι των μετόχων» ή το γεγονός ότι θα επιδεινωθεί η κεφαλαιακή εικόνα των τραπεζών. Στην αβέβαιη ανταπόκριση των εγχώριων μικροομολογιούχων που έχουν ήδη υποστεί ζημιές από το πρώτο κούρεμα. Στην εξίσου αβέβαιη ανταπόκριση των hedge funds, τα οποία έχοντας αποκτήσει τα ευτελισμένα ελληνικά ομόλογα τους τελευταίους μήνες (περίπου 6 δισ. ευρώ), μπορούν να πετύχουν κέρδη 100%, αλλά πιστεύουν ότι μπορούν ακόμη υψηλότερα, προσβλέποντας σε μια βελτιωμένη «ιστορική απόφαση» της Ευρωζώνης. Και στην πολιτικά προβληματική για την κυβέρνηση «έφοδο» στα ομόλογα που διαθέτουν τα ήδη λεηλατημένα ασφαλιστικά ταμεία.
Η επιχείρηση πειθούς που έχει αναλάβει η κυβέρνηση για να πετύχει η επαναγορά περιλαμβάνει, πέρα από τις εκκλήσεις του κ. Στουρνάρα στον «πατριωτισμό των… τραπεζιτών», εκβιασμούς, πολιτικές πιέσεις και ενδεχομένως λίγο ελκυστικότερη προσφορά για την τιμή επαναγοράς των ομολόγων, πάνω από τις 28 μονάδες βάσης που είχαν οριστεί ως πλαφόν από το Eurogroup.
Άρχισε το ξήλωμα
Ωστόσο, πολύ σημαντικότερη από την αβεβαιότητα έκβασης της «επιχείρησης επαναγορά» είναι η αμφισβήτηση του συνολικού πακέτου βελτίωσης της βιωσιμότητας του χρέους που αποφάσισε το Eurogroup, από τους ίδιους τους αρχιτέκτονές του. Μπορεί η γερμανική Βουλή να ενέκρινε με μεγάλη πλειοψηφία τη συμφωνία, ήταν όμως ο ίδιος ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκαγκ Σόιμπλε που ομολόγησε δημόσια ότι εξετάζονται σε συνεργασία με το ΔΝΤ περαιτέρω μέτρα μείωσης του ελληνικού χρέους. Είχαν προηγηθεί διαρροές και δημόσιες τοποθετήσεις αξιωματούχων του ΔΝΤ, όπως του εκτελεστικού του διευθυντή Γιόχαν Πράντερ που τόνισε ότι μια βιώσιμη λύση για το ελληνικό χρέος είναι ακόμη το ζητούμενο. Και, αποκαθηλώνοντας πλήρως την «ιστορική συμφωνία» στο Eurogroup, είπε: «Η απόφαση για εκταμίευση της δόσης για την Ελλάδα, συμβάλλει μεν σε στιγμιαία εκτόνωση της κρίσης του ευρώ, αποτελεί όμως μόνον έναν ακόμη συμβιβασμό που θα βοηθήσει να ξεπεραστεί το επόμενο χρονικό διάστημα, χωρίς ωστόσο να συνιστά μια λύση».
Τοποθετήσεις σαν αυτή, που έπεσαν σαν βροχή από την επομένη της απόφασης του Eurogroup, αποκαλύπτουν ότι ο πολιτικός συμβιβασμός μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου δεν ήταν απλώς προσωρινός, αλλά ένα απλό διάλειμμα σε μια διαπραγμάτευση που δεν έχει κλείσει. Το προφανές είναι ότι το Βερολίνο θέλει να ροκανίσει όλο το χρόνο μέχρι τις γερμανικές εκλογές (Σεπτέμβριο 2013) και η ηγεσία του ΔΝΤ δείχνει «πολιτική κατανόηση» σ’ αυτό, υποχωρώντας από το βασικό της αίτημα, το κούρεμα των επίσημων πιστωτών της Ελλάδας, δηλαδή των κρατών της Ευρωζώνης. Το γεγονός όμως ότι θέτει εξαρχής ως προϋπόθεση για την υλοποίηση του ενδιάμεσου συμβιβασμού την αρκετά αμφίβολη επιτυχία του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων, δείχνει ότι προτίθεται να κλιμακώσει την πίεση προς τη γερμανική ηγεσία για «κάτι καλύτερο».
Η επιμονή αυτή δεν σχετίζεται με κοινωνικές ευαισθησίες για τα αδιανόητα μέτρα που επιβάλλονται εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας, αλλά με την οικονομική «αναποτελεσματικότητα» αυτών των μέτρων και με τις πιέσεις των λοιπών χρηματοδοτών της Ευρωζώνης, πρωτίστως των ΗΠΑ και των BRICS. Κατά ένα σενάριο, άλλωστε, η αμερικανική ηγεσία είναι αποφασισμένη να επανέλθει στις πολιτικές πιέσεις προς τη γερμανική ηγεσία για αλλαγή πολιτικής στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης, αμέσως μόλις επιτύχει συμφωνία στο Κογκρέσο για τον λεγόμενο «δημοσιονομική γκρεμό» που απειλεί την αμερικανική οικονομία. Κι αυτή την αμερικανική ιδιαιτερότητα το ΔΝΤ την παίρνει σοβαρά υπόψη, όπως έκανε άλλωστε και μέχρι τις αμερικανικές εκλογές, εμποδίζοντας κάθε απόφαση για το «ελληνικό ζήτημα».
Υπόθεση μηνών
Το συμπέρασμα είναι ότι μια νέα παρέμβαση για την τύχη του ελληνικού πειραματόζωου είναι πιθανή τους επόμενους μήνες. Με το δεδομένο, άλλωστε, ότι οι εταίροι πιστωτές διαπραγματεύονται ερήμην της θλιβερής συγκυβέρνησης που οφείλει να εκτελεί απλώς τις «εργασίες για το σπίτι» που της έχουν αναθέσει, ο Σουηδός υπουργός Οικονομικών, Άντερς Μποργκ, αποκάλυψε προ ημερών και το χρονοδιάγραμμα του επόμενου «ενδιάμεσου συμβιβασμού»: «Κατά πάσα πιθανότητα, θα επιστρέψουμε σε συζητήσεις για το ελληνικό πρόγραμμα κάπου κοντά στον Μάιο-Ιούνιο, είναι πιθανό ότι θα χρειαστούν περισσότερα μέτρα», δήλωσε ενώπιον ακροατηρίου τραπεζιτών.
Ωστόσο, οι 6 μήνες μέχρι τον επόμενη Μάη είναι πολύ μακρύ διάστημα για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά η Ελλάδα. Αν υποθέσουμε ότι περνά τον σκόπελο της επαναγοράς, η τρικομματική συγκυβέρνηση έχει να περάσει κι άλλες τρικυμίες. Το φορολογικό νομοσχέδιο θα βάλει σε νέα δοκιμασία τη συνοχή της και τους βουλευτές των τριών κομμάτων και το σκηνικό θα επαναληφθεί με τα πρόσθετα μέτρα περίπου 6 δισ. ευρώ που πρέπει να αποφασιστούν μέχρι τον Μάρτιο, αλλά και κάθε πρόσθετο μέτρο που θα προκύπτει λόγω αποκλίσεων από τους μηνιαίους δημοσιονομικούς στόχους. Η πολιτική δυσφορία θα αυξηθεί από την επισημοποίηση της επιτήρησης για την εκταμίευση των επόμενων τριών δόσεων δανείου 10 δισ. Και η εφαρμογή των ήδη ψηφισμένων μέτρων του Μεσοπρόθεσμου θα μετατρέψει σε οικονομική κόλαση τη ζωή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Η συγκυβέρνηση χρειάζεται πολλή τύχη -ή πολλή «γενναιοδωρία» από τους εταίρους- για να αποφύγει μια έκρηξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου