Τα μάθατε; Η Βουλή καταργήθηκε στην πράξη και οι τροϊκανοί θα διοικούν πραξικοπηματικά την Ελλάδα με επιτρόπους! Ναι, είναι αλήθεια.
Μας το διαβεβαιώνει η ηγεσία της ΓΣΕΕ η οποία τάσσεται με ανακοίνωσή της (20/11) κατά των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και των εγκυκλίων για τα εργασιακά. Με τον τρόπο αυτό ακυρώνεται η λειτουργία της Βουλής και νομοθετούνται εκ νέου ακόμα πιο δυσμενείς προβλέψεις από αυτές του μεσοπρόθεσμου, βεβαιώνει ο κ. Παναγόπουλος της ΓΣΕΕ.
Ενώ ο κ. Τσίπρας μας διαβεβαίωσε (19/11): «Πλέον οι τροϊκανοί επίτροποι με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, σαν αυτές που αποφασίστηκαν χθες, θα κυβερνούν ερήμην των συσχετισμών και των διαδικασιών στο ελληνικό κοινοβουλίου». Μέχρι τo alter ego του κ. Τσίπρα, ο κ. Π. Λαφαζάνης δήλωσε: «Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου σημαίνουν πραξικόπημα.» Ξέρετε ποιος είναι αυτός; Εκείνος που δήλωνε ότι η μάχη να μην περάσει το πολυνομοσχέδιο είναι η «μητέρα όλων των μαχών»!
Τι μου λες βρε παιδί μου! Γίνονται τέτοια πράγματα στην Ελλάδα; Ε, για να τα ανακάλυψε ο Παναγόπουλος, ο Τσίπρας, ακόμη κι ο κ. Λαφαζάνης, μάλλον έτσι θα είναι. Εμείς απλά τους ευχόμαστε, καλή προσγείωση! Καλή προσγείωση στον πλανήτη Γη και κυρίως καλώς ήλθατε στην χώρα που λέγεται Ελλάδα! Προφανώς πρόκειται για άρτι αφιχθέντες διότι δεν εξηγείται διαφορετικά η τόσο ευκρινής «διορατικότητά» τους. Πάλι καλά γιατί μόλις που πρόλαβαν την Ελλάδα αρτιμελή, πριν τα όρνια της ευρωζώνης και των δανειστών την ξεσκίσουν και την ακρωτηριάσουν οριστικά. Κάτι που αναμένεται να συμβεί εντός του 2013. Εκτός κι αν ο ελληνικός λαός τους προλάβει.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα έλεγε ο λαός μας. Αυτό όμως που δεν μας λέει κανένας από αυτούς είναι το τι προτίθενται να κάνουν. Δεν μπορούν είναι πολύ απασχολημένοι. Οι μεν του ΣΥΡΙΖΑ είναι απασχολημένοι να ιδρύουν νέο κόμμα κατά το γνωστό άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Και πώς να μην τα αλλάζει, εδώ κοτζάμ αμερικανικός παράγοντας τον προορίζει για βλαχοδήμαρχο της αποικίας του, ελληνιστί πρωθυπουργός της Ελλάδας, με τα ίδια ρούχα θα ανταποκριθεί στο καθήκον της «κυβέρνησης της αριστεράς» με φόντο την αστερόεσσα.
Ο κ. Παναγόπουλος από την άλλη μαζί με το συνάφι του γνωρίζει πολύ καλά ότι λίγα είναι τα ψωμιά του κι έτσι φροντίζει να φτιάξει γερό κομπόδεμα το ταχύτερο δυνατό υπογράφοντας επιδοτούμενες συμβάσεις που μετατρέπουν τους εργαζόμενους σε «ωφελόμενους». Για το συνδικάτο, ρε γαμώτο!
Για το ΚΚΕ δεν λέμε τίποτε. Ο λαός, όπως όλοι οι καλοί πιστοί του εξ Υψίστου δόγματος, οφείλει να περιμένει το συνέδριό του την άνοιξη του 2013 και ύστερα βλέπουμε. Ενώ ο κ. Καμμένος διαγκωνίζεται με τον κ. Τσίπρα για την εύνοια της υπεραντλαντικής συμμάχου. Οι τεμενάδες στο δολάριο έχουν ξεπεράσει προ πολλού το όριο του γελοίου.
Τι θα κάνουν όλοι αυτοί ενάντια στα πραξικοπήματα, στην κατάργηση της Βουλής και ενάντια στους τροϊκανούς επιτρόπους που αναλαμβάνουν την διαχείριση της χώρας; Αυτό που προς το παρών κάνουν είναι να παραμένουν σ’ αυτό το νόθο κοινοβούλιο και να λειτουργούν ως δικλείδα νομιμοποίησης ενός αντιλαϊκού, βαθύτατα αντιδημοκρατικού και εντελώς ξεπεσμένου στη συνείδηση του λαού θεσμού που σήμερα λειτουργεί μόνο για να νομοθετεί υπέρ της αποικιακής κατοχής.
Γιατί λοιπόν δεν παραιτούνται από αυτό το άθλιο και νόθο κοινοβούλιο; Γιατί δεν αποσύρονται από αυτό ώστε να στερήσουν κάθε νομιμοποίηση από τους δωσίλογους; Όχι για να πάμε σε νέες εκλογές. Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού έχει αντιληφθεί ότι ακόμη και οι εκλογές υπό τις παρούσες συνθήκες δεν πρόκειται να προσφέρουν απολύτως τίποτε. Υπό το παρόντα απολυταρχικό και διεφθαρμένο κοινοβουλευτισμό δεν υπάρχουν εναλλακτικές. Γιατί οι κύριοι και οι κυρίες της λεγόμενης αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης αρνούνται να αντιληφθούν αυτό που και ο τελευταίος έλληνας πολίτης αντιλαμβάνεται;
Το Σύνταγμα του 1975 δεν θεμελίωσε την δημοκρατία σ’ αυτή την χώρα, αλλά την κυβερνητική απολυταρχία με κοινοβουλευτικό μανδύα. Ο πολιτικός εμπνευστής του, Κ. Καραμανλής, κατασκεύασε ένα Σύνταγμα που αναγνώριζε την λαϊκή κυριαρχία μόνο στα λόγια και απέτρεπε με κάθε τρόπο την έκφραση και την άσκησή της στην πράξη. Κι αυτό καθόλου τυχαία. Ο ίδιος ο Καραμανλής δεν υπήρξε ποτέ δημοκράτης, ούτε καν με την τρέχουσα έννοια του όρου, δηλαδή με την έννοια της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μάλιστα για να επιβάλλει το δικό του Σύνταγμα ερήμην του λαού, αναγόρευσε αυθαίρετα την βουλή του 1975, που έτυχε το κόμμα του να έχει απόλυτη πλειοψηφία, σε «αναθεωρητική» και έπειτα προχώρησε στην σύνταξη και ψήφιση νέου συντάγματος. Η παραβίαση κάθε έννοιας δημοκρατικής νομιμότητας στην ψήφιση του συγκεκριμένου συντάγματος εξανάγκασε σύσσωμη τότε την αντιπολίτευση (Ένωση Κέντρου, ΠΑΣΟΚ, Ενωμένη Αριστερά) να αποχωρήσει από την διαδικασία ψήφισης καταγγέλλοντας το Σύνταγμα και τις διαδικασίες ψήφισής του.
Ο Κ. Καραμανλής απαντώντας στις αιτιάσεις της τότε αντιπολίτευσης, που χαρακτήριζε το σύνταγμα ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό, έλεγε τα εξής: «Ισχυρίζεται και πάλιν η αντιπολίτευσις ότι το προτεινόμενον Σύνταγμα είναι ανελεύθερον και αντιδημοκρατικόν… Όπως γνωρίζετε, υπάρχουν τρία συστήματα δημοκρατικής διακυβερνήσεως: πρώτον, το Προεδρικόν, δεύτερον, το της Συνελεύσεως και τρίτον, το Κοινοβουλευτικόν… Το κυβερνητικόν σχέδιον υιοθετεί το Κοινοβουλευτικόν σύστημα, προσηρμοσμένον όμως εις τας ελληνικάς συνθήκας… Η αντιπολίτευσις θέλει την εκτελεστικήν εξουσίαν υποταγμένην εις την νομοθετικήν. Ημείς την θέλομεν λογικώς ενισχυμένην και σχετικώς ανεξάρτητον, δια να δύναται η Κυβέρνησις να εκπληροί την αποστολήν της – δια να δύναται η εκτελεστική εξουσία να αντιμετωπίζη με τραχύν και αποφασιστικόν ρυθμόν τα πολύπλοκα και δύσκολα προβλήματα τα οποία παρουσιάζει η τεχνοκρατική εποχή μας. Με άλλους λόγους ημείς θέλομεν μίαν δημοκρατίαν μαχόμενην και δημιουργικήν. Η αντιπολίτευσις, εξ όσων λέγει, φαίνειται ότι την θέλει παράλυτον. Ημείς θέλομεν μίαν δημοκρατίαν σύγχρονον και προοδευτικήν. Η αντιπολίτευσις την θέλει απηρχαιωμένην, θέλει δηλαδή δημοκρατίαν τύπου Ζαίμη, η οποία όμως είναι γνωστόν που μας είχεν οδηγήσει. Είναι γνωστόν ότι κατά τον βίον της δημοκρατίας εκείνης εξεδηλώθησαν ένδεκα κινήματα και τελικώς ωδηγήθημεν εις την δικτατορίαν του Μεταξά.»
Ο τρόπος που φαίνεται να αντιλαμβάνεται εδώ το δημοκρατικό πολίτευμα ο πρώην «εθνάρχης» (sic!) K. Καραμανλής είναι τυπικός για όλους τους οπαδούς της ολιγαρχίας. Ταυτίζει τη δημοκρατία με τις εκλογές και επομένως βάζει στο ίδιο τσουβάλι ανόμοια πράγματα. Το προεδρικό πολίτευμα δεν είναι δημοκρατία, αλλά μετουσίωση της μοναρχίας υπό καθεστώς εκλογών. Ο κοινοβουλευτισμός δεν ταυτίζεται με την δημοκρατία. Πρόκειται για μια επινόηση διαστροφής της δημοκρατίας, όπου η κυριαρχία αποσπάται από τον φυσικό της φορέα τον λαό και μεταφέρεται στους βουλευτές και το κοινοβούλιο. Γι’ αυτό και στον κοινοβουλευτισμό οι βουλευτές νομοθετούν στο όνομα του έθνους και όχι των εκλογέων τους, δηλαδή του λαού. Έχουν το προνόμιο αυτοί να εκφράζουν τη θέληση και το συμφέρον του έθνους και όχι η ιστορική υπόσταση του έθνους, δηλαδή απευθείας ο ίδιος ο λαός. Στην βάση αυτή νοθεύεται και διαστρέφεται η ίδια η έννοια της κυριαρχίας του λαού.
Δημοκρατία χωρίς να υποτάσσεται η εκτελεστική εξουσία στην εθνική αντιπροσωπεία, δηλαδή στους αιρετούς εκπροσώπους του λαού δεν νοείται. Δημοκρατία χωρίς να υποτάσσονται και οι ίδιοι οι αιρετοί εκπρόσωποι, ως εντολοδόχοι του λαού, απευθείας στους εκλογείς τους, δεν νοείται. Η μετατροπή των εκπροσώπων-εντολοδόχων του λαού σε αντιπροσώπους-βουλευτές και η απόσπασή τους από τους εκλογείς τους, καθώς και η απόσπαση της κυβέρνησης (εκτελεστική εξουσία) από την εθνική αντιπροσωπεία δεν οδηγούν απλά σε μια κοινοβουλευτική διαστροφή της δημοκρατίας, αλλά σε κυβερνητική απολυταρχία με κοινοβουλευτικό μανδύα. Αυτό επέβαλε ο Κ. Καραμανλής στην χώρα με το Σύνταγμα του 1975.
Η «τεχνολογική» αναγκαιότητα μιας συγκεντρωτικής εκτελεστικής εξουσίας πάνω από την πολιτική δημοκρατία των αιρετών εκπροσώπων του λαού, που χρησιμοποιούσε τότε ο Κ. Καραμανλής, δεν είχε τίποτε το πρωτότυπο. Τα επιχειρήματά του περί περίπλοκων και δύσκολων προβλημάτων που χρήζουν ταχείας αντιμετώπισης από μια ανεξάρτητη εκτελεστική εξουσία, είναι ταυτόσημα με εκείνα των οπαδών του φασιστικού ολοκληρωτισμού της εποχής του μεσοπολέμου.
O Κ. Θ. Φραγκόπουλος, Γεν. Επιθεωρητής Α.Σ.Ο. και Υποναύαρχος ε.ά. στα 1930, αναλύοντας τα «Περί της Σωματειακής Οικονομίας», δηλαδή της «νέας συνταγματικής μορφής του φασισμού», όπως έγραφε ο ίδιος, σημείωνε τα εξής: «Μετά τον παγκόσμιον πόλεμον και την εκ τούτου τρομακτικήν καταστροφήν του πλούτου, εδημιουργήθη εις όλην την Ευρώπην και ακόμη έξω ταύτης ως γενικόν φαινόμενον (τόσον φυσικόν και αναγκαίον, όσον είναι δι’ αναρωτικής διαίτης αποκατάστασις του ανθρωπίνου οργανισμού μετά σοβαράν χειρουργικήν επέμβασιν) – η ανάγκη της δημιουργίας συγκεντρωτικής δυνάμεως με κυβερνητικάς μεθόδους αποτελεσματικωτέρας και δραστηριωτέρας των συνήθων και μεγίστης αποδόσεως.» Η ίδια ακριβώς λογική που γέννησε την «συνταγματική μορφή» του φασισμού, διαπερνούσε και την λογική της συνταγματικής μορφής του κοινοβουλευτισμού που εισήγαγε και ψήφισε ο Καραμανλής.
Όσο για την άθλια δικαιολογία που χρησιμοποιούσε ο Καραμανλής ότι η δημοκρατία όπου κυριαρχεί η εθνική αντιπροσωπεία πάνω στην εκτελεστική εξουσία, δηλαδή την κυβέρνηση, γεννά τις εκτροπές και τα πραξικοπήματα δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια. Να πώς περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα που παραποιεί ασύστολα ο μέγας «εθνάρχης» Καραμανλής, η ίδια η Βουλή στο επίσημο ιστορικό χρονικό της: «Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία. Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926, αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927… Το Σύνταγμα αυτό, που έμελλε να ισχύσει για οκτώ μόνο χρόνια και ήταν συντηρητικότερο του σχεδίου της επιτροπής Παπαναστασίου, χαρακτηρίσθηκε στο πεδίο της οργάνωσης των εξουσιών από την τάση για υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο επιβεβλημένος, ωστόσο, από τις αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κρατικός παρεμβατισμός δεν εξασφαλίσθηκε, με μοιραίο επακόλουθο τη συχνή παραβίασή του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αβασίλευτη Δημοκρατία, χωρίς συγκεκριμένο και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δεν κατόρθωσε να καταστεί το σημείο αναφοράς ενός νέου εθνικού οράματος, που οι δημοκρατικοί πολιτικοί άνδρες της εποχής αναζητούσαν με συνέπεια να μην προωθηθούν αποτελεσματικώς οι απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η δε σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που ακολούθησε με την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας.»
Με άλλα λόγια, τα στρατιωτικά κινήματα και τα πραξικοπήματα με τελικό αποτέλεσμα την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά δεν οφείλονται στην δημοκρατία «που θέλει την εκτελεστικήν εξουσίαν υποταγμένην εις την νομοθετικήν», αλλά στο τύποις «δημοκρατικό πολίτευμα» που υποστήριζε ο ίδιος ο Καραμανλής και θεσμοθέτησε με το Σύνταγμα του 1975 και ήθελε την κυβερνητική εξουσία να υπερτερεί έναντι της νομοθετικής, δηλαδή του κοινοβουλίου. Τόσο το Σύνταγμα του 1927, όσο και πολύ περισσότερο το Σύνταγμα του 1975 είναι τα δικά μας Συντάγματα της Βαϊμάρης που θεσμικά κρύβουν μέσα τους την δυνατότητα επιβολής του φασιστικού ολοκληρωτισμού, είτε με την μορφή του μεσοπολέμου, είτε με την μορφή που τον βιώνουμε σήμερα υπό το καθεστώς της τρόικας και του ευρώ.
Το μονοκομματικό Σύνταγμα του 1975 είχε εξαρχής θεμελιώδες πρόβλημα νομιμοποίησης από την σκοπιά της λαϊκής κυριαρχίας, μιας και εκλογικό σώμα ποτέ δεν κλήθηκε να ψηφίσει «αναθεωρητική» Βουλή, ούτε ποτέ ρωτήθηκε για το συγκεκριμένο Σύνταγμα. Η αποχώρηση σύσσωμης της αντιπολίτευσης άφησε σε εκκρεμότητα το Σύνταγμα με το ΠΑΣΟΚ να ζητά αρχικά νέο Σύνταγμα με διαδικασίες λαϊκής κυριαρχίας, ενώ το ΚΚΕ ριζική αναθεώρηση. Το ζήτημα του Συντάγματος παρέμεινε ανοιχτό μέχρις ότου το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε σε κυβέρνηση το 1981 και φυσικά «ξέχασε» το Σύνταγμα, όπως και τόσα άλλα που είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό.
Προκειμένου ο Ανδρέας Παπανδρέου να χρησιμοποιήσει τον απολυταρχικό τρόπο άσκησης της διακυβέρνησης χωρίς ερωτηματικά νομιμότητας, προχώρησε στην πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος που ο ίδιος είχε καταγγείλει ως ανελεύθερο, αντιδημοκρατικό και χουντικής έμπνευσης.
Τον Μάρτιο του 1986 ένδεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίσθηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον ρόλο του Πρωθυπουργού που απέκτησε πια διαστάσεις απόλυτου άρχοντα στην διακυβέρνησης της χώρας. Το κοινοβούλιο παρέμεινε απλά το φύλλο συκής ενός ακόμη πιο πρωθυπουργικού συστήματος κυβερνητικής απολυταρχίας. Ταυτόχρονα, η αναθεώρηση αυτή νομιμοποίησε στην πράξη και το ίδιο το Σύνταγμα που από την εποχή της ψήφισής του είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα.
Σήμερα, μετά από τόσα μνημόνια και εφαρμοστέους νόμους, η συνταγματική τάξη στην χώρα έχει αλλάξει ριζικά. Κανένα από τα δικαιώματα του έλληνα πολίτη, του ανθρώπου και του λαού αυτής της χώρας δεν έχει μείνει αλώβητο. Οι «διεθνείς δεσμεύσεις» της χώρας έχουν αναδειχθεί σε απόλυτο ρυθμιστή της εσωτερικής έννομης τάξης. Κανένα ανθρώπινο, κοινωνικό, ή πολιτικό δικαίωμα του ελληνικού λαού δεν υπερτερεί έναντι των «διεθνών δεσμεύσεων». Το ίδιο το εθνικό συμφέρον έχει ταυτιστεί, μάλιστα με αποφάσεις και πράξεις της ηγεσίας της δικαιοσύνης, με τις «διεθνείς δεσμεύσεις» σε βαθμό πρωτόγνωρο ακόμη και σε σύγκριση με την παλιά ναζιστική κατοχή. Στο όνομα των «εκτάκτων συνθηκών» η ανώτατη δικαιοσύνη συνομολόγησε μαζί με την εκτελεστική εξουσία, αλλά και το κοινοβούλιο την ολοκληρωτική παράδοση της χώρας και του λαού της σε αλλότριες δυνάμεις με σκοπό να προστατευτούν ξένα συμφέροντα.
Φτάσαμε στο σημείο ο φερόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Σαμαράς να ανακοινώνει στην Μάλτα πρόσφατα ότι οδεύουμε για μια Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εθνικών Κρατών, που επίσημα προϋποθέτει την κατάλυση του συντεταγμένου ελληνικού κράτους και την αντικατάστασή του με ένα άλλο υπερεθνικό κρατικό μόρφωμα «ομοσπονδιακού» τύπου και κανένας δεν νοιάζεται. Να που φτάσαμε. Παλιά χρειαζόταν πόλεμος για να καθυποτάξεις έναν λαό και να του επιβάλεις την κρατική σου εξουσία. Σήμερα απλά αλώνεις εκ των έσω το πολιτειακό του σύστημα, επιβάλεις τις δικές σου «διεθνείς δεσμεύσεις» στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας και πριν το καταλάβει ο λαός έχει γίνει δούλος, ραγιάς στον ίδιο τον τόπο του.
Η εξέλιξη είναι προφανής. Παλιά επέβαλες με τα όπλα την κυριαρχία σου σ’ έναν λαό. Πράγμα που ενείχε πάντα την ισχυρή πιθανότητα ενός παλλαϊκού κινήματος εθνικής αντίστασης. Σήμερα χρησιμοποιείς την δική του πολιτειακή οργάνωση, το δικό του εσωτερικό δίκαιο έτσι ώστε να φανεί στον λαό ότι σύννομα περνά ο έλεγχος της χώρας σε εσένα. Έτσι εξασθενίζεις σημαντικά την πιθανότητα να αντιμετωπίσεις ένα ισχυρό παλλαϊκό κίνημα. Η επιχείρηση αυτή για την Ελλάδα είναι πολύ πιο εύκολη διότι πρόκειται για μια χώρα όπου η συνταγματική τάξη εξυπαρχής ήταν διάτρητη, ενώ εξουσιάζεται σ’ όλη την προηγούμενη περίοδο από ένα καθεστώς κυβερνητικής απολυταρχίας και προτεκτοράτου. Με τον δωσιλογισμό, την εθελοδουλία και την πιο απόλυτη διαφθορά σ’ όλα τα επίπεδα να διαθέτει βαθιές ρίζες στο εγχώριο πολιτικό και πολιτειακό σύστημα παρέχοντας τα καλύτερα ερείσματα γι’ αυτό που βιώνουμε σήμερα.
Να λοιπόν που φτάσαμε. Ο κοινοβουλευτισμός και η διάκριση των εξουσιών, όπως οικοδομήθηκε μεταπολιτευτικά, αποτελεί το κουκούλι που μέσα του επωάζεται η ολοκληρωτική κατάλυση της ελληνικής πολιτείας, της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, αλλά και ο ακρωτηριασμός της εθνικής επικράτειας υπέρ των διεθνών επενδυτών, αγορών και δανειστών. Δεν αργεί η ώρα της εκκόλαψης. Η ελληνική πολιτεία εν γένει έχει υποστεί μια ριζική εσωτερική μεταλλαγή υπό καθεστώς «διεθνών δεσμεύσεων». Το εσωτερικό της δίκαιο έχει πλέον προετοιμάσει το πέρασμα του ελέγχου της χώρας σε υπερκρατικά και υπερεθνικά κέντρα εξουσίας. Ενώ το κρατικό μόρφωμα που αποκαλούσαμε Ελλάδα πολύ σύντομα θα έχει αφομοιωθεί εδαφικά, εθνικά και πολιτειακά από μια ευρύτερη «ευρωπαϊκή ομοσπονδία», η οποία θα σμιλευθεί ανάλογα με τα αντιτιθέμενα συμφέροντα Ουάσινγκτον-Βερολίνου. Ο ελληνικός λαός θα χάσει μια για πάντα την πατρίδα του.
Όταν λοιπόν οι συντεταγμένες εξουσίες της χώρας σου έχουν αλωθεί, ή έχουν παραδοθεί στον εχθρό, δηλαδή στις δυνάμεις εκείνες που προετοιμάζουν την κατάλυση της ελληνικής πολιτείας, όπως την γνωρίζαμε τα τελευταία 182 χρόνια τυπικά ελεύθερης ζωής, προκειμένου αυτός ο τόπος να αφομοιωθεί από ένα άλλο κρατικό μόρφωμα, από κάποιο είδος «ευρωπαϊκής ομοσπονδίας», τότε τι κάνεις; Όταν ο εχθρός για να επιβάλλει τον δικό του απόλυτο έλεγχο στην χώρα σου εισάγει με την βοήθεια του δικού σου πολιτειακού συστήματος τα συμφέροντά του ως υπερισχύουσες «διεθνείς δεσμεύσεις» στο εσωτερικό σου δίκαιο, τότε τι κάνεις;
Αν μείνεις πιστός στο δοσμένο κοινοβουλευτικό και πολιτειακό πλαίσιο, τι θα γίνει; Θα περιμένεις μάταια να νομολογήσουν υπέρ της εθνικής αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων του λαού εκείνοι οι θεσμοί που έχουν ήδη αλωθεί, ή έχουν παραδοθεί στον εχθρό. Είναι σαν να επέλεγε το κίνημα εθνικής αντίστασης να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία υπό ναζιστική κατοχή με την ελπίδα ότι τα ανώτερα δικαστήρια της χώρας – τα οποία όπως και σήμερα νομολογούσαν αβέρτα-κουβέρτα υπέρ των καταχτητών – και η νέα βουλή θα κρίνουν το καθεστώς λεηλασίας της χώρας υπέρ του κατακτητή ως παράνομο και αντισυνταγματικό! Μόλις θα το έβλεπε αυτό ο κατακτητής είναι σίγουρο ότι θα τρόμαζε, θα τα έκανε κοινώς επάνω του και θα αποχωρούσε κακήν-κακώς.
Αν δεν το έκανε, τότε θα τον κατατρόπωνε η νέα κυβέρνηση με διαπραγματεύσεις ενόσω αυτός θα διατηρούσε το καθεστώς κατοχής. Όσο σοβαρή είναι αυτή εκδοχή για την απαλλαγή από την παλιά κατοχή, άλλο τόσο σοβαρή είναι και η εκδοχή που θέλει μέσα από τις υπάρχουσες κοινοβουλευτικές διαδικασίες να απαλλάσσεται η χώρα από τις δεσμεύσεις της νέας κατοχής που της έχει επιβληθεί. Και μάλιστα μέσα από σκληρές διαπραγματεύσεις, οι οποίες δεν θα αμφισβητήσουν ούτε καν για το θεαθήναι τις διαδικασίες αφομοίωσης του ελληνικού κράτους στην «ευρωπαϊκή ομοσπονδία» μέσω της οποίας οι ισχυροί θέλουν να ασκήσουν ακόμη και εδαφική κατοχή στην χώρα.
Όμως, ακόμη κι αν οι κοινοβουλευτικές ισορροπίες αλλάξουν και νέες πολιτικές δυνάμεις αναδειχθούν στην κυβέρνηση που έχουν την ειλικρινή πρόθεση να αντιμετωπίσουν το καθεστώς υποταγής στην τρόικα, πώς θα απαλλαγεί η χώρα και ο λαός της από τις «διεθνείς δεσμεύσεις» που αυτό το σύστημα διακυβέρνησης έχει αποδεχθεί; Το μόνο που σου παρέχει το υπάρχων συνταγματικό πλαίσιο είναι μια γκάμα ερμηνειών του νόμου που θα κληθούν να ερμηνεύσουν θεσμοί και πολιτειακά όργανα ήδη αλωμένα. Που θα στηριχθείς για να ισχυριστείς ότι οι «διεθνείς δεσμεύσεις» που έχουν ήδη καταστεί εσωτερικό δίκαιο και εφαρμόζονται, είναι παράνομες και δεν πρέπει να εφαρμοστούν; Το αν παράνομα, ή νόμιμα έχουν κυρωθεί διεθνείς συμβάσεις και υποχρεώσεις της χώρας, δεν ενδιαφέρει το διεθνές δίκαιο, ούτε την λεγόμενη διεθνή κοινότητα. Ούτε αναιρούν τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η εξουσία της χώρας και τις έχει περάσει στο εσωτερικό δίκαιό της.
Με άλλα λόγια, η εμμονή στον κοινοβουλευτικό δρόμο σήμερα και η άσκηση πολιτικής με ορίζοντα τις εκλογές όποτε κι αν γίνουν, καταδικάζουν τον λαό και την χώρα όχι μόνο στη συνεχιζόμενη σφαγή, αλλά και στην θεμελίωση διεθνούς δικαιώματος επέμβασης στο εσωτερικό της χώρας αν τυχόν αρνηθεί να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της. Η παραμονή στο σημερινό πολιτειακό πλαίσιο δίνει το δικαίωμα στις ξένες δυνάμεις, στα κράτη δανειστές της χώρας και στην ευρωζώνη να παρεμβαίνει ανοιχτά στα εσωτερικά μας και να ασκεί πιέσεις με κάθε τρόπο και μέσο. Και μάλιστα να εμφανίζονται όλοι τους ως οι αδικημένοι της υπόθεσης γιατί η Ελλάδα δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Όσα μνημόνια κι αν βγάλουμε παράνομα, καμιά από τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχουν περάσει στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας δεν μπορούμε να αρνηθούμε υπό το υπάρχων συνταγματικό και πολιτειακό πλαίσιο.
Η ανάληψη διεθνών δεσμεύσεων από μια χώρα δεν έχει καμιά σχέση με τον τρόπο που αυτές στο εσωτερικό ψηφίστηκαν (παράνομα ή νόμιμα), είτε με τον τρόπο που πέρασαν στο εσωτερικό δίκαιο. Όσο διατηρείται η περίφημη «συνέχεια του κράτους», δηλαδή όσο ο λαός αναγνωρίζει το υπάρχων πολιτειακό σύστημα μέσα στα πλαίσια του οποίου έχουν αναληφθεί οι δεσμεύσεις (παράνομα ή νόμιμα είναι αδιάφορο από την σκοπιά του διεθνούς δικαίου και των αντισυμβαλλόμενων κρατών), τόσο θα δίνει το δικαίωμα να διεκδικούν την χώρα του οι διεθνείς τοκογλύφοι, τα κράτη και οι οργανισμοί που τους προστατεύουν. Όσους πολιτικούς του κι αν καθίσει στο σκαμνί για τον τρόπο εσωτερικής νομιμοποίησης των διεθνών δεσμεύσεων που ανέλαβαν στο όνομά του και ερήμην του.
Δυστυχώς υπό το υπάρχων συνταγματικό και κοινοβουλευτικό καθεστώς της μεταπολίτευσης, οι πολιτικοί κυβερνώντες έχουν κάθε δικαίωμα να ασκούν την εξουσία όπως γουστάρουν χωρίς σοβαρές συνέπειες για τους ίδιους. Ή όπως έλεγε ο ίδιος ο «εθνάρχης» Καραμανλής όταν η αντιπολίτευση τον εγκαλούσε για αυθαιρεσίες: «Διατί ενοχλείσθε; Ο λαός μου ενεπιστεύθη την εξουσίαν. Δεν είπε πως θα την ασκήσω.»
Δημοσιεύτηκε στο Χωνί, 9/12/2012